- ετερο-
- α' συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι-* («και οι δύο»)πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά.β) «άλλος, διάφορος» — πρβλ. ετερόγλωσσος, ετερόδοξος, ετεροεθνής κ.ά.γ) «αντίθετος» — πρβλ. ετερόπους, ετεροσκελής, ετερόφυλος κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ετερο-* χρησιμοποιήθηκε επίσης στην ξένη επιστημονική ορολογία με τη μορφή hetero- για τη σύνθεση επιστημονικών όρων, πολλοί από τους οποίους αποτέλεσαν αντιδάνεια για την Ελληνική (σχηματίστηκαν από ελληνικές λέξεις)πρβλ. ετερόδυμος, ετεροζύγωση, ετεροκεντρικός κ.ά.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ετερόγλωσσος, ετερόδοξος, ετεροεθνής, ετεροειδής, ετερόζυγος, ετερόθρησκος, ετεροκίνητος, ετερόκλιτος, ετερομήκης, ετερόμορφος, ετερόπτωτος, ετερόρρυθμος, ετερόστροφος, ετερόχρονοςαρχ.ετεραλκούμαι, ετεραχθώ, ετεροβαρώ, ετερογενώ, ετεροδιδασκαλώ, ετεροδύναμος, ετεροεθής, ετεροεργής, ετερόθρους, ετεροκνεφής, ετεροκωφώ, ετερομεγεθώ, ετερομετρία, ετερονυμώ, ετεροπλανής, ετερόπτολις, ετερόσσυτος, ετεροτροπώ, ετεροφορούμαι, ετεροχροιώαρχ.-μσν.ετερογνώμων, ετερογόνος, ετερόπιστος, ετερόσχημος, ετερούας, ετεροφαήςμσν.ετερογνωμονώ, ετεροδέσποτος, ετεροθελής, ετερολαμπής, ετερόλεκτος, ετεροποδώ, ετεροπροσωπώ, ετεροσήμαντος, ετερόστοιχος, ετεροϋπόστατος, ετερόχηλοςμσν.- νεοελλ.ετεροβαρής, ετερόγαμος, ετερογάστριος, ετεροθαλής, ετερόπους, ετεροπρόσωπος, ετερορρεπής, ετερότροπος, ετερόφθαλμος, ετεροφρονώ, ετερόχρουςνεοελλ.ετεροδημότης, ετεροδικία, ετερόκεντρος, ετερόκλητος, ετερόκογχα, ετεροκοτύλια, ετεροκρασία, ετεροκύστη, ετερολαλία, ετερόλοβος, ετερόλογος, ετερολοίμωξη, ετερομεταμόσχευση, ετερομετρίδες, ετερομιξία, ετερομυΐδες, ετερόνημα, ετερόνομος, ετεροπαγής, ετεροπέταλος, ετεροπλασία, ετεροποδία, ετεροπροσωπία, ετερόπτερος, ετερόσειστος, ετερόσημος, ετεροσκοπώ, ετερόσπορος, ετεροστατικός, ετεροταξία, ετερότονος, ετερότοπος, ετεροφασία, ετεροφημία, ετεροφορία, ετεροφρασία, ετεροφυλόφιλος, ετερόφωτος, ετερόχθονας, ετερόχροια, ετεροχρονίζω].
Dictionary of Greek. 2013.